Morphologia Graeca. 2013.
φυλῶδες — φυλώδης of many races masc/fem voc sg φυλώδης of many races neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλώδης — ῶδες, Α [φῡλον / φυλής] αυτός που απαρτίζεται από πολλές φυλές («πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φυλῶδες», Διόδ.) … Dictionary of Greek